μειλιχόφωνος

μειλιχόφωνος
μειλῐχόφωνος,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μειλιχόφωνος — και αιολ. τ. μελλιχόφωνος, ου (Α) αυτός που μιλά με μειλίχιο, πράο, ήρεμο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + φωνος < (φωνή)] …   Dictionary of Greek

  • μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής …   Dictionary of Greek

  • μελλιχόφωνος — μελλιχόφωνος, ον (Α) (αιολ. τ.) βλ. μειλιχόφωνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”